- αξύριστος
- -η, -ο (κ. αξούριστος)αυτός που δεν ξυρίστηκε.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αξύριστος — αξύριστος, η, ο και αξούριστος, η, ο αυτός που δεν ξυρίστηκε: Αξύριστο και με μακριά μαλλιά κόντεψε να μην τον γνωρίσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αξυρισιά — η 1. το να είναι κάποιος αξύριστος 2. φρ. «έχω αξυρισιές» είμαι αξύριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αξύριστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
άκουρος — (I) ἄκουρος, ον (Α) αυτός που δεν έχει παιδιά και κυρίως αρσενικό κληρονόμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κοῦρος «αγόρι»]. (II) –ο, (Α ἄκουρος, ον) [κουρά] ακούρευτος, αξύριστος νεοελλ. 1. «άκουροι και κουρεμένοι», άνθρωποι από κάθε τάξη και κάθε… … Dictionary of Greek
αμπαρμπέριστος — και αμπαρμπέρευτος, η, ο [μπαρμπερίζω μπαρμπερεύω] αυτός που δεν πήγε στον μπαρμπέρη, στον κουρέα, αξύριστος ή ακούρευτος … Dictionary of Greek
αξούριστος — η, ο βλ. αξύριστος … Dictionary of Greek
αξυράφιστος — η, ο (κ. αξουρ ) ο αξύριστος* … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… … Dictionary of Greek
αξούριστος — αξούριστος, η, ο και αξουράφιστος, η, ο ο αξύριστος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)